- πίνομαι
- πίνομαι βλ. πίν. 2
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.), πιωμένος
——————Σημειώσεις:πίνομαι : στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη αναφέρεται ο τύπος του αορίστου πιώθηκα, ο οποίος δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική.Το ρ. απαντάται κυρίως στον ενεστ. και παρατατ. Η μτχ. πιωμένος σημαίνει → αυτός που έχει πιει, έχει μεθύσει.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.